κρουστιαίνω

κρουστιαίνω
[κρουστός]
(ιδίως για ύφασμα) γίνομαι κρουστός, πυκνός, πυκνοϋφασμένος ή πιο πυκνός από πριν («τα μάλλινα κρουστιαίνουν με το πλύσιμο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρουστιαίνω — βλ. κρουσταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρουσταίνω — (I) [κρουστός] κρουστιαίνω. (II) [κρούστα] πιάνω κρούστα …   Dictionary of Greek

  • κρουστώνω — [κρουστός] κρουστιαίνω, γίνομαι πυκνός …   Dictionary of Greek

  • κρουσταίνω — και κρουστιαίνω κρούστυνα και κρούστιανα, γίνομαι κρουστός, γίνομαι πυκνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”